ἔναρξις

ἔναρξις
ἔναρξις
introduction
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐνάρξεσιν — ἔναρξις introduction fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔναρξιν — ἔναρξις introduction fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έναρξη — η (AM ἔναρξις) 1. αρχή, αρχίνισμα, ξεκίνημα («έναρξη εργασιών, μαθημάτων») 2. το χρονικό σημείο στο οποίο γίνεται η έναρξη μιας ενέργειας ή καταστάσεως («έναρξη αγώνων», «έναρξη συναυλίας») μσν. ένα από τα σαράντα άφωνα μεγάλα σημάδια τής… …   Dictionary of Greek

  • ἐνάρξεων — ἐνάρξεω̆ν , ἔναρξις introduction fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάρξεως — ἐνάρξεω̆ς , ἔναρξις introduction fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”